Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τὰ βόρεια

См. также в других словарях:

  • βορεία — βορείᾱ , βόρειος from the quarter of the north wind fem nom/voc/acc dual βορείᾱ , βόρειος from the quarter of the north wind fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βορείᾳ — βορείᾱͅ , βόρειος from the quarter of the north wind fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βόρεια θάλασσα — (γαλλ. Mer du Nord, γερμ. Nordsee, αγγλ. North Sea). Θάλασσα (575.000 τ. χλμ.) στη βορειοανατολική προέκταση του Ατλαντικού ωκεανού, η οποία περιλαμβάνεται μεταξύ των νησιών Σέτλαντ στα Β, των ακτών της Γαλλίας, του Βελγίου, της Ολλανδίας και της …   Dictionary of Greek

  • Βόρεια Άσπρα — Μικρό νησί του νοτιοδυτικού Αιγαίου, κοντά στους Λειψούς. Υπάγεται διοικητικά στο νομό Δωδεκανήσου …   Dictionary of Greek

  • βόρεια φυλή — Τον όρο β.φ. (nordic) χρησιμοποίησε πρώτος ο ανθρωπολόγος Ντένικερ για να χαρακτηρίσει τον ανθρώπινο τύπο που διακρίνεται για το στενό του κρανίο (δολιχοκέφαλο) και το ανοιχτό χρώμα του και είναι διαδεδομένος ιδιαίτερα στις χώρες της βόρειας… …   Dictionary of Greek

  • βόρεια — βόρειος from the quarter of the north wind neut nom/voc/acc pl βόρειος from the quarter of the north wind neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …   Dictionary of Greek

  • Ιρλανδία, Βόρεια — (Northern Ireland). Νησιωτική περιοχή (14.147 τ. χλμ., 1.685.267 κάτ. το 2001) του Ηνωμένου Βασιλείου με πρωτεύουσα το Μπέλφαστ. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της νήσου της Ιρλανδίας και αποτελείται από τις 6 εκ των 9 κομητειών της… …   Dictionary of Greek

  • Καρολίνα, Βόρεια — (Νorth Carolina). Ομόσπονδη πολιτεία (136.413 τ. χλμ., 8.186.268 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ με πρωτεύουσα τη Ράλι (Raleigh, 276.093 κάτ. το 2000). Συνορεύει στα Β με την πολιτεία Βιρτζίνια, στα Ν με τη Νότια Καρολίνα και τη Γεωργία (Τζόρτζια) και Α… …   Dictionary of Greek

  • Ντακότα, Βόρεια — (North Dakota). Πολιτεία (178.695 τ. χλμ., 620.700 κάτ. το 2003) των βορειοκεντρικών ΗΠΑ, που συνορεύει στα Β με τον Καναδά, στα Δ με τη Μοντάνα, στα Ν με τη Νότια Ντακότα και στα Α με τη Μινεσότα· τα σύνορα είναι όλα συμβατικά, εκτός από το… …   Dictionary of Greek

  • Ρηνανία Βόρεια-Βεστφαλία — (Nordrhein Westfalen). Ομόσπονδο κράτος (Land) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας· συνορεύει στα Δ με την Ολλανδία και το Βέλγιο και ορίζεται από τα ομόσπονδα κράτη της Κάτω Σαξονίας στα Β και στα ΒΑ, της Έσσης στα ΝΑ και της Ρηνανίας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»